εξαγιασμός

εξαγιασμός
ο
1. μεταβολή ανθρώπου ή πράγματος σε άγιο, εξαγίαση, αγιοποίηση, καθαγίαση, εξαγνισμός
2. καθιέρωση, μεταβολή ενός τόπου σε ιερό, αφιέρωση ενός χώρου σε άγιο, στον θεό ή σε ναό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εξαγιασμός — ο 1. ο καθαγιασμός, η καθαγίαση. 2. μτφ., ο εξαγνισμός. 3. η καθιέρωση χώρου ως ιερού, η αφιέρωσή του σε θεό ή άγιο ή ναό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ευλόγηση — η (Μ εὐλόγησις) [εὐλογώ] η ευλογία που τελείται από ιερέα, ο αγιασμός, ο εξαγιασμός μσν. η τελετή τού γάμου, η στέψη …   Dictionary of Greek

  • καθαγίαση — η καθαγιασμός, εξαγιασμός: Μια φορά το χρόνο κάνουμε καθαγίαση του σπιτιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”